- σαψαλιάζω
- αμετ.1) гнить, превращаться в гнилушки; 2) перен. превращаться в развалину (о человеке)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σαψαλιάζω — Ν [σάψαλο] γίνομαι σάψαλο … Dictionary of Greek
σαψάλιασμα — το, Ν [σαψαλιάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σαψαλιάζω … Dictionary of Greek